προυφισταμένων

προυφισταμένων
προυφιστᾱμένων , πρό , ὑπό-ἱστάω
pres part mp fem gen pl (doric ionic aeolic)
προυφιστᾱμένων , πρό , ὑπό-ἱστάω
pres part mp masc/neut gen pl (doric ionic aeolic)
προυφισταμένων , πρό-ὑφίστημι
place
pres part mp fem gen pl
προυφισταμένων , πρό-ὑφίστημι
place
pres part mp masc/neut gen pl
προυφιστᾱμένων , πρό-ὑφιστάω
pres part mp fem gen pl (doric aeolic)
προυφιστᾱμένων , πρό-ὑφιστάω
pres part mp masc/neut gen pl (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προϋφίστημι — ΜΑ [ὑφίστημι] 1. καθιερώνω προηγουμένως, δίνω προηγουμένως ύπαρξη σε κάτι («τὰς ἄλλας λογικὰς δυνάμεις προϋπέστησεν ὁ Θεός», Αιν. Γαζ.) 2. μέσ. προϋφίσταμαι υπάρχω από πριν, προϋπάρχω («ἐν ἀπορρήτοις λογισμοῑς τοῡ πατρὸς προϋφισταμένων», Ευσ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”